Μαρίους

Μαρίους
Μάριος
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Πετιπά, Μαριούς — (Petipa, Μασσαλία 1822 – Γκουρζούφ 1910). Γάλλος χορευτής και χορογράφος Από οικογένεια χορευτών. είχε πρώτο δάσκαλο τον πατέρα του Ζαν Αντουάν (1787 1855), πολύ γνωστό χορευτή και χορογράφο. Αργότερα τελειοποιήθηκε με τον Oγκίστ Βετρίς και… …   Dictionary of Greek

  • Λι, Μάριους Σόφους — (Marius Sophus Lie, Νορντφιορντέιντ 1842 – Όσλο 1899). Νορβηγός μαθηματικός και πανεπιστημιακός. Στο πανεπιστήμιο είχε ως καθηγητή μαθηματικών τον Σίλοφ, στη διδακτική ύλη του οποίου περιλαμβανόταν η έρευνα των Άμπελ και Γκαλουά στο αντικείμενο… …   Dictionary of Greek

  • πιάνο — Μουσικό όργανο, ο ήχος του οποίου παράγεται από το χτύπημα των μεταλλικών χορδών με μικρά σφυριά συνδεμένα με μια σειρά από πλήκτρα. Εμφανίστηκε στην ιστορία της μουσικής κατά τις αρχές του 18ου αι. ως τελευταία μεταμόρφωση του κλαβίχορδου και… …   Dictionary of Greek

  • Мариус — У этого термина существуют и другие значения, см. Мариус (значения). Мариус (Marius) римское Род: муж. Отчество: Мариусович Мариусовна Иноязычные аналоги: венг. Már …   Википедия

  • νεφέλωμα — (Αστρον.). Η χρήση του τηλεσκόπιου στην παρατήρηση του ουρανού επέτρεψε στους αστρονόμους να ανακαλύψουν σε πολλά σημεία του ουράνιου θόλου μερικούς ιδιάζοντες διάχυτους σχηματισμούς, με διάφορα σχήματα και διαστάσεις, ελαφρά φωτεινούς και λευκού …   Dictionary of Greek

  • Κίροφ-Μαρίινσκι, μπαλέτα — Ρωσικό χορευτικό συγκρότημα, μέλος του Θεάτρου Μαρίινσκι, διάσημο για το κλασικό ρεπερτόριό του και για τους καλλιτέχνες με τους οποίους έχει συνεργαστεί. Τα μπαλέτα Κ. Μ. έχουν τις ρίζες τους στη σχολή χορού η οποία είχε ιδρυθεί στην Αγία… …   Dictionary of Greek

  • Πανιόλ, Μαρσέλ — (Pagnol, Marchel, Paul, Ομπάν, Μπους ντι Poν 1895 Παρίσι 1974). Γάλλος θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης και σεναριογράφος του κινηματογράφου. Μετά τις πρώτες αβέβαιες θεατρικές προσπάθειες όταν ήταν ακόμα πολύ νέος, και μετά τους πιο ώριμους… …   Dictionary of Greek

  • Φοκίν, Μιχαήλ Μιχαήλοβιτς — (Πετρούπολη 1880 – Νέα Υόρκη 1942). Ρώσος χορευτής και χορογράφος που έγινε γνωστός κυρίως στη Γαλλία. Σε ηλικία 18 ετών μπήκε στο μπαλέτο του θεάτρου Μαρίνσκι, με την παρακίνηση του Μαριούς Πετιπά, και σύντομα επιβλήθηκε ως μίμος, χορευτής και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”